-
1 θεωρία
θεωρ-ία, [dialect] Ion. - ίη, [dialect] Dor. [full] θεᾱρία (v. infr.), [dialect] Boeot. [full] θιαωρία Ἐφ.Ἀρχ.1892.34: ἡ:—A sending of θεωροί or state-ambassadors to the oracles or games, or, collectively, the θεωροί themselves, embassy, mission,θεωρίαν ἀπάγειν εἰς Δῆλον Pl.Phd. 58b
: pl., opp. στρατεῖαι, Id.R. 556c; ἄγειν τῷ Διὶ τῷ Νεμείῳ τὴν κοινὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως θ. D.21.115, cf. X.Mem.4.8.2, Decr.Byz. ap. D.18.91 ([etym.] θεᾱρία), Plb.28.19.4.III viewing, beholding, θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν to go abroad to see the world, Hdt.1.30; κατὰ θεωρίης πρόφασιν ib.29; , cf. Arist.Ath.11.1, Th.6.24; pilgrimage, E.Ba. 1047.2 of the mind, contemplation, consideration, Pl.Phlb. 38b: pl., θεῖαι θ. Id.R. 517d: c. gen., παντὸς μὲν χρόνου πάσης δὲ οὐσίας ib. 486a; ἡ τῶν ἀρχῶν, ἡ τῶν ὅλων θ., Epicur.Ep.2p.55U., Phld.Rh.1.288S.;θ. ποιεῖσθαι περί τινος Arist.Metaph. 989b25
; ἡ περὶ φύσεως θ. Epicur.Ep.1p.3U., etc.: pl., τὰς σαθρὰς αὐτοῦ θ. Demetr. Lac.Herc.124.12.b theory, speculation, opp. practice, Plb. 1.5.3; ἡ περὶ τὰ στρατόπεδα θ. Id.6.42.6; αἱ νυκτεριναὶ καὶ ἡμεριναὶ θ. theoretic reckoning of night and day, Id.9.14.6; ἡ μαθηματικὴ θ. Plu. Rom.12.3 [voice] Pass., sight, spectacle, A.Pr. 802, etc.; esp. public spectacle at the theatre or games, Ar.V. 1005, X.Hier.1.12; ἡ τοῦ Διονύσου θ. the Dionysia, Pl.Lg. 650a.4 Rhet., explanatory preface to a μελέτη, Chor. in Hermes 17.208, etc.: so in Philos., continuous exposition, Olymp.in Mete.18.30, al. -
2 θεωρία
θεωρία, ἡ, das Zuschauen, Anschauen eines Schauspiels, das Schauspiel; ἄλλην δ' ἄκουσον δυςχερῆ ϑεωρίαν Aesch. Prom. 804, mit Anspielung auf die Gesandtschaften, welche von den griechischen Staaten zur Theilnahme bes. an den vier großen, allgemeinen Festspielen Griechenlands geschickt wurden, ὃς ἡμῖν πομπὸς ἦν ϑεωρίας Eur. Bacch. 1045; auch das Anschauen der Festspiele selbst, wie Soph. O. R. 1491 sagt: ποίας δ' ἑορτὰς ἥξετε, ἔνϑεν οὐ κεκλαυμέναι πρὸς οἶκον ἵξεσϑ' ἀντὶ τῆς ϑεωρίας, wo der Schol. ἀντὶ τῆς ἀπὸ τῆς ϑεωρίας τέρψεως erkl. – Eine solche Gesandtschaft ist gemeint bei Xen. ἕως ἂν ἡ ϑεωρία ἐκ Δήλου ἐπανέλϑῃ Mem. 4, 8, 2; Plat. Phaed. 58 c ἑκάστου ἔτους ϑεωρίαν εἰς Δῆλον ἀπάξειν, ἣν δὴ κατ' ἐνιαυτὸν τῷ ϑεῷ πέμπουσιν; ἢ κατὰ ϑεωρίας ἢ κατὰ στρατείας Rep. VIII, 556 c; ἡ Ὀλυμπίαζε ϑεωρία Thuc. 6, 16; ϑεωρίας εἰς τὰς ἐν τᾷ Ἑλλάδι πανηγύριας ἀποστέλλειν Dem. 18, 91, im Dekret der Byzantier; Pol. 38, 16, 4 ϑεωρίαι δισσαί, μία μὲν ὑπὲρ τῶν Παναϑηναίων, ἡ δ' ἄλλη περὶ μυστηρίων. Auch die Festspiele, das Fest, ἡ τοῦ Διονύσου ϑεωρία Plat. Legg. I, 650 a; οὔτε ϑυσίαν, οὔτε ϑεωρίαν, οὔτ' ἄλλην ἑορτὴν ἤγαγεν Isocr. 19, 10; Plat. Legg. XII, 647 a; Xen. Hier. 1, 12. – Uebh. das Betrachten, in Augenschein Nehmen, γῆν πολλὴν ϑεωρίης εἵνεκα ἐπελήλυϑας Her. 1, 30, κατὰ ϑεωρίης πρόφασιν ἐκ πλώσας 1, 29; Thuc. 6, 24; οὔτ' ἐπὶ ϑεωρίαν πώποτε ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλϑες Plat. Crit. 25 b; ἐξέπεμψεν ὁ πατὴρ ἅμα κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ ϑεωρίαν, um sich umzusehen, Isocr. 17, 4; vgl. Dem. 43, 18. – Seit Plat. bes. auf geistiges Anschauen übertr., Betrachtung, Untersuchung, wissenschaftliche Erkenntniß, ἐπὶ ϑεωρίαν τῆς διαφορᾶς ἔλϑωμεν Plat. Phil. 38 b, öfter; καὶ ἐπίστασις Pol. 6, 3, 4, wissenschaftliche Behandlung, 1, 5, 3, ἡ περὶ τὰ στρατόπεδα ϑ., 6, 42, 6; übh. Wissenschaft, Theorie, im Ggstz der Praxis, der Ausübung der aufgestellten Lehrsätze, Arist. u. Sp.
-
3 κυδοιμός
κυδοιμός, ὁ, Lärm, bes. in der Schlacht, Schlachtgetümmel, auch die Verwirrung der Schlacht, Schreck u. Bestürzung, gew. ϑόρυβος, τάραχος erkl.; neben κλαγγή, Il. 10, 523. 18, 218; ἔκ τ' ἀνδροκτασίης, ἔκ ϑ' αἵματος, ἔκ τε κυδοιμοῦ stehen neben einander 11, 164; ποῖ χρὴ βοηϑεῖν; ποῖ κυδοιμὸν ἐμβαλεῖν; Ar. Ach. 547; ὀρνίχων τοιοίδε κυδοιμοί Theocr. 22, 72, Hahnengefechte; auch in Prosa, ποικίλη τις ἦν ἀκρισία καὶ κυδοιμὸς περὶ τὰ στρατόπεδα Pol. 5, 48, 5; κυδοιμοῦ καὶ φόβου καταλαβόντος τοὺς Ἀϑηναίους Ath. V, 216 a. – Personificirt erscheint er als Gefährte der Enyo u. der Ker, Il. 5, 593. 18, 535, des Ares, Empedocl. bei Ath. V, 216 a, des Polemos, Ar. Pax 255.
-
4 προχειρίζω
A make πρόχειρος, deliver up, - κεχειρικέναι τινὰ ἐπὶ τὸ (fort. τῷ)τὴν τιμωρίαν δοῦναι Din.3.14
:—[voice] Pass., mostly in part., taken in hand, undertaken,τὸν προκεχειρις μένον λόγον Pl.Lg. 643a
; .II more freq. in [voice] Med. προχειρίζομαι, [tense] fut.- χειριοῦμαι Ar.Ec. 729
:—make ready for oneself, mobilize, προχειριοῦμαι κἀξετάσω τὴν οὐσίαν Ar.l.c.; δύναμιν, στρατόπεδα, D.4.19, Plb.1.16.2, 3.107.10;ἐσθῆτα Luc.Merc.Cond.14
;τὴν μαλάχην Id.VH2.46
; τὰς ῥήσεις, τοὺς λογισμούς, Plu.2.396c,813d;βιβλίον Gal.6.555
.2 choose, select,δημαγωγούς Isoc.8.122
;τοὺς τὴν πίστιν.. τηρήσοντας OGI339.46
(Sestos, ii B.C.);γραμματέα κοινὸν ἐκ περιόδου Plb.2.43.1
, cf. LXXJo. 3.12, al.;τινὰ ἐπί τι D.25.13
;ἐπί τινι Plu.Caes.58
;πρός τι τοὺς ἐπιτηδείους Plb.3.44.4
; appoint,τινὰ δικτάτορα D.C.54.1
, cf. IG22.1110.14:—[voice] Pass.,-ισθεὶς.. ἀγωνοθέτης OGI268.4
(Nacrasa, iii B.C.), cf. LXXDa.3.22, Plb.3.106.2, D.H.4.27, D.C.58.20;ὑπὸ τοῦ βασιλέως Str.2.3.4
, cf. Wilcken Chr.12.13 (i B.C.);- ισθεὶς θεωρός PCair.Zen. 341
(a).25 (iii B.C.), cf. 42.3 (iii B.C.);ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐπὶ τὴν στρατηγίαν D.S.16.66
, cf. BMus.Inscr. 1044 ([place name] Attaleia), PTeb.27.22 (ii B.C.), etc.b allot, assign, in [voice] Pass.,διὰ τὸ -κεχειρίσθαι αὐτῷ τὴν γῆν PCair.Zen.132.3
(iii B.C.);τὰ Ποπλίῳ -κεχειρισμένα στρατόπεδα Plb. 3.40.14
;τὸν -κεχειρισμένον ὑμῖν Χριστὸν Ἰησοῦν Act.Ap.3.20
.4 c. inf., determine to do, Plb.3.40.2: c. acc. et inf., decide,τῆς πόλεως -κεχειρισμένης τὸν ἀγῶνα.. στεφανίτην εἶναι SIG457.14
(Thespiae, iii B.C.).5 discuss or examine,τὰς ἄλλας κατηγορίας Arist.Cat. 10b19
;τὰς πάντων δόξας Id.Top. 105a35
; alsoπ. περί τινος Id.Cael. 271b25
, cf. Ph. 200b23; περὶ ἕκαστον γένος (v.l. ἑκάστου γένους) Id.Mete. 378b6.6 ἐπὶ πραδείγματος π. propose by way of example, Id.Pr. 953a33:— [voice] Pass., Id.Cat. 2a36;ὁ περὶ τῶν -χειρισθέντων λόγος Phld.D.3.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προχειρίζω
-
5 φιλέω
φῐλέω, [dialect] Aeol. [full] φίλημμι Sapph.79, cf. Ead. Oxy. 1787 Fr.1 + 2.24; [ per.] 2sg. φίλησθα Ead.22; late [ per.] 3pl.Aφίλεισι Epigr.Gr.990.12
(Balbill.): [dialect] Boeot. [full] φίλειμι Hdn.Gr.2.930: [dialect] Ep. inf.φιλήμεναι Il.22.265
: [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [tense] impf.φιλέεσκε 3.388
, al.: [tense] fut. φιλήσω, [dialect] Ep. inf.φιλησέμεν Od.4.171
: [tense] aor. 1ἐφίλησα Pi.P.2.16
, etc.: [tense] pf. πεφίληκα ib. 1.13:—[voice] Med., Poet. 1 [tense] aor. ἐφῑλάμην; [ per.] 3sg. ἐφίλατο, φίλατο, Il.5.61, 20.304, Call.Aet.Oxy. 2080.55; [ per.] 3pl.φίλαντο Lyc.274
; imper.φῖλαι Il.5.117
, 10.280; subj. , Hes.Th.97; but φίλατο as [voice] Pass., A.R.3.66; also part.φιλάμενος IG14.1549
([place name] Rome):—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. φιλήσομαι in pass. sense, Od.1.123, 15.281, Antipho 1.19: [tense] fut. 3πεφιλήσομαι Call. Del. 270
: [tense] aor. , Pl.Phdr. 253c: [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ἐφίληθεν Il.2.668
: [tense] pf.πεφίλημαι Pi.N.4.45
, X.An.1.9.28; [dialect] Dor. part.πεφιλᾱμένος Theoc. 3.3
. [[pron. full] ῐ exceptin the forms ἐφίλατο, φῑλατο, etc.]: ([etym.] φίλος):— love, regard with affection, opp. μισεῖν, Pl.R. 334c, Arist.Rh. 1380b34;φιλήσω τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.15.36
; (on its relation to sexual love v. infr. 3); of the love of gods for men,φ. δέ ἑ μητίετα Ζεύς Il. 2.197
; πέρι γάρ μ' ἐφίλει (of the love of the master for his swineherd) Od.14.146; (alsoὃν περὶ κῆρι φ. Ζεὺς.. παντοίην φιλότητα Od.15.245
, cf. Il.9.117);μάλα τούς γε φ. ἑκάεργος Ἀπόλλων Il.16.94
;εἰ.. Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ 7.204
, etc.; of love for a child reared, Od. 15.370;αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει κωὐκὶ θέλοισα Sapph.1.23
; ;φιλέων φιλέοντα Pi.P.10.66
; ;μάλιστά σ'.. ἤχθηρα κἀφίλησ' ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ S.El. 1363
; ; ὅσα θεοὶ ἀνθρώποις οὓς φιλοῦσιν [διδόασιν] SIG 985.48 (Philadelphia, i B. C.); οἱ φιλοῦντές τινα his friends, freq. in messages and letters, OGI184.10 (Philae, i B. C.), Ep.Tit.3.15, PSI8.971.30 (iii/iv A. D.), etc.; φιλεῖν ἐμαυτήν, αὑτόν, E.Hel. 999, Med.86, etc.:—[voice] Pass., to be beloved by one,ἐκ Διός Il.2.668
;παρ' αὐτῇ 13.627
, etc.; τινι E.Hec. 1000.2 treat affectionately or kindly, esp. welcome, entertain a guest, Od.4.29, 5.135, Il.3.207, etc.;φίλος δ' ἦν ἀνθρώποισιν, πάντας γὰρ φιλέεσκεν ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων Il.6.15
;ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φ. Od.8.42
;ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι.. φιλέειν καὶ τιέμεν 15.543
, cf. 14.322; θεὸς (i. e. Calypso)ἥ με.. ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν 7.256
; τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο; who would quarrel with a kind host? 8.208; etc.:—[voice] Pass., παρ' ἄμμι φιλήσεαι welcome shalt thou be in our house, Od.1.123, cf. 15.281.3 opp. ἐρᾶν, τούτους μάλιστά φασι φιλεῖν ὧν ἂν ἐρῶσι regard with affection those for whom they have a passion, Pl.Phdr. 231c;ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἄν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνθρώπων X.Hier.11.11
, cf. Smp.8.21; εἰκὸς τὸ φιλεῖν τοὺς ἐρωμένους Arist.APr. 70a6; but φ. is used of lovers,ἥ γ' Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν Od.18.325
;Λυσίθεος Μικίωνα φιλῖν φησι μάλισστα τῶν ἐν τῇ πόλει IG12.924
; , cf. Hdt.4.176 ([voice] Pass.), Ar.Lys. 905; of the love of man for wife, ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθὸς.. τὴν αὐτοῦ φιλέει ( cherishes her) , cf. 486; τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν loved and cherished as his wife, ib. 450; but ἐμὲ.. ἀτιμάζει, φιλέει δ' ἀΐδηλον Ἄρηα (Hephaestus speaks of Aphrodite) Od.8.309: Com.,ὦ Δῆμ', ἐραστής εἰμι σὸς φιλῶ τέ σε καὶ κήδομαί σου Ar.Eq. 1341
.b of sexual intercourse, Hsch. s.v. βαίνειν.4 show outward signs of love, esp. kiss (not in Hom.), φ. τοῖσι στόμασι kiss on the mouth, opp. τὰς παρειὰς φιλέονται, Hdt. 1.134, cf. X.Cyr.1.4.27, Smp.9.5;κατὰ τὸ στόμα AP5.284
(Agath.);φιλήσω.. τὸ σὸν κάρα S.OC 1131
;πατέρα.. περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει A.Ag. 1559
(anap.), cf. Ar.Av. 671, 674, Pl.Phdr. 255e, Ev.Marc.14.44, etc.: c. dupl. acc., τὸ φίλαμα, τὸ.. τὸν Ἄδωνιν.. ἀποθνάσκοντα φίλασεν the kiss wherewith she kissed him, Mosch.3.69:—[voice] Med., τὰς παρειάς kiss each other's cheeks, Hdt.l.c.5 of things as objects of love, like, approve,σχέτλια ἔργα Od.14.83
;ἀοιδάν Pi.N.3.7
;οὔθ' ἱστῶν ἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων.. τέρψιας P.9.18
, etc.;αἰσχροκέρδειαν S.Ant. 1056
, cf. 312; τὰς λευκοτάτας [μάζας] Telecl. 1.6 (anap.);Πράμνιον οἶνον Ephipp.28
.6 of things as the subject,ἡσυχία δὲ φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48
;ἢ [μίτρη] μαστοὺς ἐφίλησε Call.Epigr.39
.7 in making a request,οἶσθ' ὁτιὴ φιλῶ σ' ἐγώ, κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ Ar.Av. 1010
; so τί πράσσει Φηλικίων ὁ ἀγαθός; φιλῶ σε pray, how goes it with the worthy Felicio? Arr.Epict.1.19.20; so perh. in Herod.1.66, πείσθητί μευ, φιλέω σε (but rather 'I speak as a true friend').II after Hom., c. inf., love to do, be fond of doing, and so to be wont or used to do,φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα κολούειν Hdt.7.10
.έ; ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τύπου.. φιλέουσι διαφθείρεσθαι Democr.228
;Μοῖσα μεμνᾶσθαι φ. Pi. N.1.12
, cf. P.3.18;φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις.. ὕβριν A.Ag. 763
(lyr.);τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν S.Aj. 989
, etc.; rarely with part. for inf.,φιλεῖς δὲ δρῶσ' αὐτὸ σφόδρα Ar.Pl. 645
.2 of things, events, etc.,αὔρη ἀπὸ ψυχροῦ τινος φιλέει πνέειν Hdt.2.27
;φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νύξ A.Supp. 769
;ἐμπόρων ἔπη φ. πλανᾶσθαι S.OC 304
; (lyr.);φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι Th.4.125
;ὃ δὴ φ. ὁ ἔρως ἐμποιεῖν Pl.Smp. 182c
: esp. with γίγνεσθαι of what usually happens, ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι everything comes to man by experience, Hdt.7.9.γ, cf. 7.10.ζ, 7.50, Th.3.42, Isoc.6.104, Pl. R. 494c, al.;οἷα φ. γίγνεσθαι Th.7.79
, cf. Hdt.8.128; without γίγνεσθαι, οἷα δὴ φιλεῖ as is wont, Pl.R. 467b;ὁποῖα φ. Luc.Am.9
.3 impers., φιλέει δέ κως προσημαίνειν (sc. ὁ θεός) , εὖτ' ἂν .. Hdt.6.27; ὡς δὴ φιλεῖ.. λόγον ἔχειν ἀνθρώπους as it is usual for.., Plu.Pomp. 73. -
6 προ-χειρίζω
προ-χειρίζω, in die Hand geben, kommt wohl nur im med. vor, προχειρίζομαι, zur Hand nehmen, vornehmen, zurecht machen; προχειριοῠμαι κἀξετάσω τὴν οὐσίαν, Ar. Eccl. 729; τὸν προκεχειρισμένον ἐν τῷ νῠν λόγον ὑφ' ἡμῶν, Plat. Legg. I, 643 a; δύναμιν προχειρίσασϑαι, dem vorangehenden παρεσκευάσϑαι entsprechend, Dem. 4, 19; προκεχειρισμένων καὶ ἑτοίμων ὄντων τῶν ἀγαϑῶν, 7, 33; σὺ δ' ἐσϑῆτα καϑαρὰν προχειρισάμενος καὶ σεαυτὸν κοσμιώτατα σχηματίσας ἥκεις, Luc. merc. cond. 14; auch προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίῤῥησιν, Philops. 31, u. öfter; – vorher behandeln, abhandeln, προχειρισάμενος δὴ περὶ τοῠ πρώτου τῶν σωμάτων οὕτω σκοπῶμεν, Arist. de coel. 1, 5; Meteor. 3, 6; – ernennen, wählen wozu, τινὰ ἐπὶ τὴν κατηγορίαν, Dem. 25, 13; γραμματέα κοινὸν προχειρίζονται, Pol. 2, 43, 1, vgl. 1, 11, 3; oft auch pass., προχειρισϑέντες ὑπ' αὐτοῠ ἀντιστράτηγοι 3, 106, 2, τὰ προκεχειρισμένα τῷ Ποπλίῳ στρατόπεδα, ihm vorher bestimmt, 3, 40, 14; πρός τι u. ἐπί τι, 3, 44, 4. 100, 6 u. Sp., wie Alciphr. 3, 10; auch c. int., bestimmen, beschließen, Pol. 3, 40, öfter.
-
7 προχειριζομαι
(fut. προχειριοῦμαι)1) заранее приготовлять, готовить(τέν οὐσίαν Arph.; ἐσθῆτα Luc.; τὰς ῥήσεις Plut.)
π. δύναμιν Dem. — готовить вооруженные силы2) заранее избирать, назначать(οἱ προχειρισθέντες ὑπό τινος ἀντιστράτηγοι Polyb.; π. τινα ἐπί τι Dem., πρός τι Polyb.; π. ἐπί τινι Plut. и τινά τινα NT.)
τὰ προκεχειρισμένα τινὴ στρατόπεδα Polyb. — заранее предназначенные для кого-л. лагери3) предварительно рассматривать, заранее исследовать(τι и περί τινος Arst.)
4) лог. выставлять, приводитьἐπὴ παραδείγματος π. Arst. — выставлять в виде примера;
τὰ καθ΄ ἕκαστα προχειριζόμενα Arst. — отдельные положения
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
προχειρίζω — ΝΜΑ [πρόχειρος] 1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν. γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ. δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
Αμφικράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σάμου (6oς αι. π.Χ.). Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οι Σάμιοι πραγματοποίησαν εκστρατεία εναντίον της Αίγινας. Οι απώλειες και στα δύο στρατόπεδα ήταν μεγάλες. 2. Αθηναίος γλύπτης (6ος 5ος αι. π.Χ.) … Dictionary of Greek
Μοισία — Ρωμαϊκή επαρχία του κάτω Δούναβη, που περιελάμβανε, στη μεγαλύτερη έκτασή της το έδαφος μεταξύ Αίμου στα Ν, Εύξεινου Πόντου στα Α, Δούναβη στα Β, των συνόρων της Δαλματίας και της Παννονίας στα Δ. Ονομάστηκε έτσι από τους Μοισούς, λαό θρακικής… … Dictionary of Greek